Γερμανία : Αυξανόμενες εντάσεις και αμηχανία στη Γερμανία Greek Share TweetΜόλις πέντε μήνες από τις γενικές εκλογές που έφεραν στην εξουσία το δεξιό συνασπισμό των Χριστιανοδημοκρατών ( CDU/CSU) και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών (FDP), η Γερμανία πλήττεται από τεράστια οικονομική και πολιτική αστάθεια, κοινωνική αμηχανία και πολλές εντάσεις. Διαιρέσεις μεταξύ των αστικών κυβερνητικών κομμάτων και αμοιβαίες λεκτικές επιθέσεις αποκαλύπτουν τη σύγκρουσή τους για μια σειρά από πολιτικά ζητήματα.Αυτή η κατάσταση αντανακλά το γεγονός ότι ενώ κάποιοι αστοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν την εντύπωση «ότι η κρίση έχει λήξει» και επακολουθεί ανάκαμψη, γνωρίζουν ότι οι πιο σοβαρές επιπτώσεις της κρίσης μόλις άρχισαν να γίνονται εμφανείς. Η ανεργία αυξάνεται, με εκατοντάδες ή χιλιάδες εργαζόμενους μερικής απασχόλησης να ελπίζουν ότι η ζήτηση θα αυξηθεί σύντομα και έτσι θα μπορέσουν να σωθούν οι δουλειές τους. Έχει αρχίσει να φαίνεται επίσης μια σοβαρή κρίση στους δημοτικούς προϋπολογισμούς, όπου και εκεί προχωρούν σε περικοπές εξόδων σε κοινωνικές και πολιτιστικές παροχές, ενώ ταυτόχρονα προχωρούν σε αυξήσεις των δημοτικών τελών. Αυτή είναι μία διαδικασία υποδαύλισης της τοπικής αυτονομίας, καθώς όλο και περισσότεροι κρατικοί αξιωματούχοι από επιβλέπουσες ανώτερες αρχές θα παρεμβαίνουν στα δημαρχεία και εν τέλει θα αποσπάσουν την ισχύ και την αυτονομία από τα τοπικά σώματα.Εκτός από τις Η.Π.Α., η Γερμανία είναι η βιομηχανική χώρα στην οποία το ποσοστό του πληθυσμού που κατατάσσεται στην κατηγορία των «φτωχών εργαζόμενων», έχει αυξηθεί ραγδαία. Το ένα τέταρτο των εργατών περιθωριοποιείται από το κύριο σώμα της εργατικής τάξης με τις μορφές ενοικίασης, τις επισφαλείς μορφές εργασίας, όπως εργασία με σύμβαση, ψευδο-αυταπασχόληση, να επηρεάζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, λειτουργώντας ως προειδοποίηση προς το μόνιμο προσωπικό, για το τι πρόκειται να τους συμβεί εάν επιχειρήσουν να επαναστατήσουν ενάντια στα αφεντικά τους. Η αυξανόμενη πίεση στην εργασία και η ανασφάλεια επηρεάζει όλους τους τομείς της εργατικής τάξης - από τους εργαζόμενους που βρίσκονται κοντά στα όρια της φτώχιας μέχρι και τους καλοπληρωμένους υπαλλήλους του δημοσίου.Όλα αυτά τα φαινόμενα λοιπόν σε συνδυασμό με οικονομικά σκάνδαλα που βγήκαν στην επιφάνεια στην αρχή του χρόνου, οι συνεχείς επιθέσεις στους εργαζομένους και σε ανέργους καθώς και οι προσπάθειες να διασπάσουν τις διάφορες ομάδες εργαζομένων (τους υψηλόμισθους εναντίον των χαμηλόμισθων), έχουν οδηγήσει σε κατακόρυφη πτώση των ποσοστών των φιλελεύθερων στα γκάλοπ.Έτσι τώρα ανακύπτουν φόβοι από μέρους των φιλελεύθερων και των χριστιανοδημοκρατών για μείωση της συμμετοχής στους στις τοπικές κυβερνήσεις των ομοσπονδιακών κρατιδίων. Οι Χριστιανοδημοκράτες βέβαια δε χάνουν την ευκαιρία να στηριχθούν στους «Πράσινους», οι οποίοι ξεκίνησαν την πορεία τους πριν 30 χρόνια ως ριζοσπάστες πασιφιστές και οικολόγοι, ενώ τώρα είναι ένα προοδευτικό φιλελεύθερο κόμμα του οποίου η κοινωνική βάση αποτελείται από στρώματα με υψηλό εισόδημα. Ήδη οι Πράσινοι έχουν αντιπροσώπους στις κυβερνήσεις συνασπισμού σε κάποια κρατίδια και δήμους, των οποίων την ηγεσία έχουν οι Χριστιανοδημοκράτες.Από την άλλη το SPD, το οποίο υπέστη μία ιστορική ήττα το 2009, θα προσπαθήσει τώρα να αποδείξει ότι ξεπέρασε αυτά τα ποσοστά. Το Αριστερό Κόμμα (DIE LINKE) που έφτασε το ποσοστό του 11,9 % στις εθνικές εκλογές, προσπαθεί να επιτύχει αξιοπρεπή ποσοστά και σε επίπεδο τοπικών εκλογών προκειμένου να αποδείξει τη βιωσιμότητά του αλλά και ότι έχει αναπτύξει βαθιές ρίζες και στη δύση. Ακόμα, το DIE LINKE διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος της βάσης του στην ανατολή η οποία κυρίως αποτελείται από βιομηχανικό προλεταριάτο και ανέργους και αυτό γιατί αναγνωρίζεται ως το κόμμα που ασκεί την πιο συνεπή κριτική τα τελευταία χρόνια απέναντι στη διάλυση του κοινωνικού κράτους.Παρόλο που θα περιμέναμε λοιπόν άνοδο των ποσοστών του Αριστερού Κόμματος, το πρόβλημα είναι ότι τις τελευταίες εβδομάδες διανύει μία σοβαρή κρίση. Αυτή προκλήθηκε εξαιτίας της ανακοίνωσης του προέδρου του κόμματος, Oskar Lafontaine, πως αποχωρεί από την «εθνική» πολιτική, παρατείται από το βουλευτικό αξίωμα και δεν πρόκειται να θέσει ξανά υποψηφιότητα για πρόεδρος του κόμματος στο προσεχές συνέδριο το Μάιο. Παρόλο που αυτή η απόφασή του οφείλεται κυρίως σε λόγους υγείας και παρόλο που έχει δηλώσει την πρόθεσή του να συνεχίσει να ηγείται της κομματικής ομάδας στο τοπικό κοινοβούλιο του Saarland όπου είναι υποψήφιος, έχει προκληθεί κρίση ηγεσίας που έφερε στην επιφάνεια μία νέα διαμάχη μεταξύ των διαφόρων ρευμάτων του κόμματος, πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα στρατηγικής και προοπτικών.Ο Oskar Lafontaine αφήνει αδιαμφισβήτητα ένα κενό στην ηγεσία του κόμματος. Έπαιξε έναν ιστορικό ρόλο στην ενοποίηση του πρώην (κυρίως ανατολικού, πρώην σταλινικού) PDS και του WASG (μιας διάσπασης, κυρίως στη δύση, από το SPD) σχηματίζοντας το DIE LINKE το 2007. Ο Lafontaine υπήρξε ο πρόεδρος του SPD σε εθνικό επίπεδο από το 1995 έως το 1999, οπότε και παραιτήθηκε από όλες τις πολιτικές θέσεις σαν ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δεξιά στροφή του κόμματος υπό τον Καγγελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ενός δεξιού σοσιαλδημοκράτη ο οποίος είχε εκλεγεί επικεφαλής της κυβέρνησης συνασπισμού του SPD και των Πρασίνων το 1998.Ο Lafontaine ήταν πάντα διορατικός σε κύρια πολιτικά ζητήματα. Είχε θέσει ζητήματα όπως η ανάγκη για μία πολιτική γενική απεργία, αλλά και το ζήτημα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, όταν το 2008 κάλεσε για απαλλοτρίωση μεγάλης επιχείρησης προμηθευτών μηχανών Schaeffler, η οποία επιχείρησε να κλείσει και να μεταφερθεί αλλού. Παρόλο που ο Lafontaine συγχέει αυτά τα ζητήματα με αιτήματα όπως να πάρουν οι εργάτες μετοχές από τις επιχειρήσεις και να συμμετάσχουν στη διοίκησή τους και δε θέτει ένα ξεκάθαρο σοσιαλιστικό πρόγραμμα, τέτοιες δηλώσεις τον θέτουν μακράν πιο αριστερά από οποιοδήποτε άλλο ρεφορμιστή ηγέτη. Συνεχώς προειδοποιούσε και τασσόταν ενάντια σε οποιαδήποτε υποχώρηση στο πρόγραμμα με την πρόφαση να γίνει το κόμμα συμμέτοχο σε μία κυβέρνηση συνασπισμού, τονίζοντας ότι η ιταλική Κομμουνιστική Επανίδρυση έθεσε εαυτή εκτός κοινοβουλίου μετά τη συμμετοχή της σε κυβέρνηση η οποία συνεισέφερε στον πόλεμο του Αφγανιστάν και διέλυσε το κράτος πρόνοιας.Πολλά Μ.Μ.Ε. αποκαλούν τον Lafontaine λαϊκιστή γιατί σε αντίθεση με άλλους παλιούς πολιτικούς δεν έχει υιοθετήσει μια πιο μετριοπαθή και δεξιά στάση μέχρι τώρα. Τα μέσα θα ήθελαν να μετατρέψουν το DIE LINKE σε ένα υποταγμένο και υπάκουο ρεφορμιστικό εργαλείο, καθώς γνωρίζουν ότι οι αναπόφευκτες επιθέσεις στην εργατική τάξη, το κράτος πρόνοιας και την εκπαίδευση θα τείνουν να δυναμώσουν το κόμμα εάν αυτό παραμείνει μία ξεκάθαρη συνεπής αριστερή εναλλακτική. Γι’ αυτό η άρχουσα τάξη και τα μέσα της προσπαθούν να διχάσουν τους «ριζοσπάστες φονταμενταλιστές» και τους «σεχταριστές» από τη μία πλευρά, και τους «μοντέρνους ρεφορμιστές» από την άλλη. Το Βερολίνο και το Βρανδεμβούργο όπου το DIE LINKE έχει συμμαχήσει με το SPD στις τοπικές κυβερνήσεις αποτελούν τα κάστρα των πιο μετριοπαθών ρευμάτων, τα οποία πιστεύουν ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μόνο μέσα από κυβερνήσεις συνασπισμού. Οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες, οι πράσινοι και οι μετριοπαθείς πολιτικοί του DIE LINKE προσπαθούν να χτίσουν ένα εναλλακτικό μπλοκ με στόχο να σχηματίσουν μία κυβέρνηση συνασπισμού σε εθνικό επίπεδο μετά τις γενικές εκλογές του 2013. Κάποιοι από αυτούς και ορισμένα Μ.Μ.Ε. ισχυρίζονται ότι χωρίς τον Lafontaine αυτός ο στόχος θα είναι πιο εύκολο να επιτευχθεί. Όμως λίγοι μόνο αριστεροί ακτιβιστές του DIE LINKE φοβούνται πως μπορεί να μεγαλώσει έτσι ο πειρασμός για να θυσιαστούν σημαντικά σημεία του προγράμματος του κόμματος προκειμένου να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση συνασπισμού.Από την άλλη το τοπικό κόμμα στην NRW (βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία) έχει στην ηγεσία του πολύ πιο αριστερά στοιχεία, τα οποία απαιτούν εθνικοποιήσεις του ενεργειακού τομέα και άλλων σημαντικών τομέων της οικονομίας, όπως και την επανεθνικοποίηση του Ταχυδρομείου και της Deutsche Telekom. Τώρα τα ΜΜΕ οργανώνουν καμπάνια ενάντια σε αυτούς τους «σεχταριστές», προσπαθώντας να τους απεικονίσουν ως «ανεύθυνους ουτοπιστές» που δεν είναι κατάλληλοι για μία κυβέρνηση. Ακόμα και κάποιοι από την δεξιά πτέρυγα του DIE LINKE έχουν εκφωνήσει παρόμοιες απόψεις.Έτσι λοιπόν αντιλαμβανόμαστε ότι διακυβεύονται πολλά για το DIE LINKE αυτή την άνοιξη. Ένα καλό αποτέλεσμα στην NRW το Μάιο θα μπορούσε να σημάνει μία αριστερή στροφή για το κόμμα και να αποδείξει ότι μπορεί να υπάρξει καλό εκλογικό αποτέλεσμα με ένα σχετικά πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα.Το εθνικό συνέδριο του κόμματος θα λάβει χώρα στα μέσα Μαΐου, μόλις ένα σαββατοκύριακο μετά τις εκλογές στην NRW. Μετά την ανακοίνωση του Λαφοντέν για παραίτησή του από την ηγεσία του κόμματος, σχηματίστηκε μία νέα λίστα υποψηφίων, στην οποία γίνεται προσπάθεια να βρεθεί ισορροπία μεταξύ των διάφορων οργανωμένων ρευμάτων, Ανατολής και Δύσης, αριστεράς και δεξιάς, ανδρών και γυναικών. Η λίστα περιλαμβάνει και Ανατολικούς ρεφορμιστές, καθώς επίσης και την Sahra Wagenknecht ως αντιπροσώπου της «Κομμουνιστικής Πλατφόρμας»Αυτή η κατάσταση όμως, διαμορφώθηκε κεκλεισμένων των θυρών, και η σύστασή της υποδεικνύει την τάση ενδυνάμωσης του κοινοβουλευτικού στοιχείου όπως και του επαγγελματικού μηχανισμού. Γι’ αυτό είναι επιτακτικό να παρέμβει η ίδια η βάση στην πολιτική διαμάχη, να θέσει όσο το δυνατό πιο πολλές αριστερές θέσεις και να πιέσει εν τέλει το συνέδριο απαιτώντας μία ισχυρή προσέγγιση ενάντια στην καπιταλιστική κρίση με ένα καθαρά σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Το DIE LINKE σωστά καλεί για την εθνικοποίηση των τραπεζών. Αυτό που χρειάζεται όμως είναι και η εθνικοποίηση των μεγάλων βιομηχανιών και μονοπωλίων προκειμένου να δοθεί διέξοδος από την καπιταλιστική κρίση, προς το συμφέρον της εργατικής τάξης και της πλειοψηφίας του λαού.