Σαν σήμερα (σ.: 24 Φεβρουαρίου) ακριβώς πριν ένα χρόνο, τα ρωσικά τανκς πέρασαν τα σύνορα με την Ουκρανία. Η επέτειος αυτού του γεγονότος δεν πέρασε απαρατήρητη. Έχει καταλάβει μεγάλος μέρος του τηλεοπτικού χρόνου και άλλες τόσες στήλες στις σελίδες του Τύπου.
[Source]
Τόσο ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας όσο και ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής εκφώνησαν μεγάλες ομιλίες για το ίδιο θέμα, αν και, κρίνοντας από το περιεχόμενό τους, θα μπορούσαν κάλλιστα να μιλούν για δύο αρκετά διαφορετικά γεγονότ α, που λαμβάνουν χώρα σε κάποιον μακρινό γαλαξία.
Στην καθιερωμένη ετήσια ομιλία του, ο Πούτιν δήλωσε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία προκλήθηκε από τη σκόπιμη δράση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Αυτός ο ισχυρισμός διαψεύστηκε με αγανάκτηση από τα δυτικά ΜΜΕ, τα οποία συνέχισαν να επαναλαμβάνουν ότι αυτός ήταν «πόλεμος του Πούτιν», ένας πόλεμος που προκλήθηκε από τις μεγαλομανικές τάσεις – ή και την πραγματική παραφροσύνη – του άνδρα στο Κρεμλίνο.
Απαντώντας στον Ρώσο Πρόεδρο, ο Τζο Μπάιντεν διαβεβαίωσε ένα πολυπληθές κοινό θαυμαστών του στη Βαρσοβία ότι το ΝΑΤΟ δεν ήταν ο επιτιθέμενος, και ότι είναι μια εντελώς αθώα, ειρηνική συνέλευση ευγενών εραστών της δημοκρατίας που ποτέ δεν απείλησε κανέναν.
«Δεν έχουμε τίποτα εναντίον του λαού της Ρωσίας», καθησύχασε τους Πολωνούς. Δεν αποτελούμε απειλή για αυτούς περισσότερο από ό,τι μια ομάδα προσκόπων που χτυπούν την πόρτα σας προσφέροντας να καθαρίσουν τα παράθυρά σας. Και ούτω καθεξής σε αυτό το πνεύμα.
Κι αν αυτή η αξιαγάπητη μάζωξη φιλειρηνικών προσκόπων είναι οπλισμένη μέχρι τα δόντια με κάθε όπλο μαζικής καταστροφής που είναι γνωστό στην ανθρωπότητα, αυτό είναι, φυσικά, καθαρά για λόγους αυτοάμυνας. Γιατί ο κόσμος, όπως ξέρουμε, είναι γεμάτος κακούς που πάντα απειλούν να ανατρέψουν τον δημοκρατικό μας τρόπο ζωής.
Μια πραγματικά συγκινητική ομιλία που θα έχει καταπραΰνει τα ταραγμένα νεύρα των Πολωνών φίλων του Μπάιντεν. Αλλά προτού αφεθούμε σε βαθύ ύπνο, ας υποβάλουμε τα γεγονότα σε μια ήρεμη και ορθολογική εξέταση.
Ο πόλεμος της πληροφορίας
Σε κάθε πόλεμο, η άρχουσα τάξη πρέπει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη να στηρίξει τις ενέργειές της. Είναι επομένως εξαιρετικά σημαντικό να εφεύρει μια ολόκληρη σειρά επιχειρημάτων που χρησιμεύουν για να ενώσουν τις μάζες πίσω από το πολεμικό άρμα, για να τις πείσουν, με κάθε είδους ψέματα και τεχνάσματα, ότι «είμαστε η αμυνόμενη πλευρά» και ότι «η αλήθεια και το δίκιο είναι με το μέρος μας» (όπως βέβαια και ο Θεός, ο οποίος, ω του θαύματος, είναι πάντα στο πλευρό όλων των αντιμαχόμενων στρατών).
Για το σκοπό αυτό, είναι πάντα απαραίτητο να αποδειχθεί ότι ο πόλεμος ξεκίνησε από την άλλη πλευρά. Αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο να γίνει, γιατί εάν δεν συμβεί κάποιο περιστατικό που να δικαιολογεί έναν τέτοιο ισχυρισμό, μπορεί πάντα να κατασκευαστεί. Και η άρχουσα τάξη έχει στα χέρια της μια τεράστια και πανίσχυρη μηχανή προπαγάνδας, η οποία κινητοποιείται αμέσως γι’ αυτόν το σκοπό.
Στην πραγματικότητα, το ερώτημα του ποια πλευρά έριξε τα πρώτα πυρά, ποια εισέβαλε σε ποιαν κλπ. είναι ασήμαντο και δεν μας λέει απολύτως τίποτα για τα πραγματικά αίτια και το περιεχόμενο της σύγκρουσης.
Όλα αυτά ισχύουν και για τον τωρινό πόλεμο της πληροφορίας, ο οποίος στην παρούσα σύγκρουση διαφέρει από τους προηγούμενους μόνο ως προς τη γιγάντια έκτασή του και τη θρασύτητα των ψεμάτων του. Περιττό να πούμε ότι οι πραγματικοί λόγοι που διεξάγεται ένας πόλεμος δεν αναφέρονται ποτέ.
«Πόλεμος του Πούτιν»
Τους τελευταίους 12 μήνες, με κουραστική μονοτονία, μέρα με τη μέρα, επαναλαμβάνεται το ίδιο μήνυμα από τον «ελεύθερο τύπο» μας: «Είναι ένας πόλεμος του Πούτιν». Ο άνδρας του Κρεμλίνου απεικονίζεται εναλλάξ ως αιμοδιψής τύραννος που φιλοδοξεί να κατακτήσει τον κόσμο και ως άνθρωπος με ανισόρροπο μυαλό, θύμα παραληρημάτων μεγαλομανίας με τον οποίο ένας ψυχίατρος θα μπορούσε να περάσει ένα ευχάριστο μισάωρο συζήτησης σε βάθος. Ένας ανισόρροπος «φρενοβλαβής», για να παραθέσω τα κομψά λόγια του Βρετανού υπουργού Άμυνας, Μπεν Γουάλας.
Αλλά καμία από αυτές τις παρήγορες περιγραφές δεν μπορεί να χωρέσει στην πραγματικότητα. Ο ίδιος άνθρωπος είχε παρουσιαστεί προηγουμένως ως πονηρός μακιαβελικός μηχανορράφος, που από τη βαθμίδα του ταπεινού πράκτορα της KGB κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναρριχηθεί στη θέση του επικεφαλής ενός από τα πιο ισχυρά κράτη του κόσμου.
Μπορεί κανείς πραγματικά να πιστέψει ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα κινούταν εντελώς απερίσκεπτα και θα πόνταρε τα πάντα σε ένα απελπισμένο τζογάρισμα; Αυτό θα ήταν τελειώς εκτός χαρακτήρα. Ούτε υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που να υποστηρίζει την υπόθεση ότι ο Βλάντιμιρ Πούτιν είναι κλινικά παράφρων. Αυτή η ετικέτα θα ήταν πολύ πιο δίκαια για ορισμένους από τους κυρίους και τις κυρίες που κατέχουν αυτή τη στιγμή τα ανώτατα αξιώματα στη χώρα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας, συμπεριλαμβανομένου του κ. Μπεν Γουάλας. Αλλά για αυτό το θέμα θα μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή.
Θέλει ο Πούτιν να παλινορθώσει τη Σοβιετική Ένωση;
Εικάζεται επίσης ότι ο Πούτιν επιθυμεί να παλινορθώσει τη Ρωσική Αυτοκρατορία, ή ακόμα και την ΕΣΣΔ. Μπορούμε αμέσως να απορρίψουμε τη δεύτερη εκδοχή ως στερούμενη κάθε πραγματικού περιεχομένου. Η Σοβιετική Ένωση ήταν αυτό που θα αποκαλούσαμε γραφειοκρατικά παραμορφωμένο εργατικό κράτος.
Παρά τον εκφυλισμό που υπέστη επί Στάλιν, διατηρούσε ακόμη πολλές από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης και συγκεκριμένα, μια εθνικοποιημένη σχεδιασμένη οικονομία.
Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, που προκλήθηκε από δεκαετίες διαφθοράς, απάτης, κακοδιαχείρισης και γραφειοκρατικής ανικανότητας μιας προνομιούχας κάστας αξιωματούχων, οδήγησε στην πλήρη διάλυση της σχεδιασμένης οικονομίας και στην εξάλειψη όλων όσων είχαν απομείνει από το πρώην εργατικό κράτος.
Στη θέση του, αυτό που έχουμε τώρα στη Ρωσία είναι ένα καπιταλιστικό κράτος στο οποίο τα μέσα παραγωγής ανήκουν και ελέγχονται από μια ολιγαρχία που είναι 100 φορές πιο διεφθαρμένη και σάπια από ό,τι ήταν ποτέ η σταλινική γραφειοκρατία.
Υπάρχουν ανόητοι παλιοί σταλινικοί που ζουν στα όνειρά τους και φαντάζονται ότι ο Πούτιν είναι με κάποιο τρόπο ο άνθρωπος που θα αποκαταστήσει τη δόξα της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτά είναι κουταμάρες. Ο Βλάντιμιρ Πούτιν είναι το τέκνο του αντεπαναστατικού, καπιταλιστικού καθεστώτος που αναδείχθηκε από τα συντρίμμια της Σοβιετικής Ένωσης και υπερασπίζεται τα συμφέροντά του. Στην πορεία έχει γίνει επίσης αφάνταστα πλούσιος.
Ο Πούτιν είναι ένας αντιδραστικός αστός βοναπάρτης, του οποίου οι πολιτικές δεν μπορούν να παίξουν κανέναν προοδευτικό ρόλο, ούτε στην εσωτερική ούτε στην εξωτερική πολιτική, ούτε με ειρήνη ούτε με πόλεμο. Οποιαδήποτε σύγχυση σε αυτό το ζήτημα θα οδηγήσει στα πιο αρνητικά αποτελέσματα.
Είναι αλήθεια ότι ο Πούτιν κάποτε χαρακτήρισε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης: «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα». Αλλά είπε επίσης: «Όποιος δεν μετανιώνει για την καταστροφή [της] δεν έχει καρδιά· όποιος θέλει να τη δει αναστημένη δεν έχει μυαλό».
Δεν θα έλεγα ότι αυτοί που διέδιδαν επιμελώς το παραμύθι περί μυστικού σχεδίου του Πούτιν για την παλινόρθωση της Σοβιετικής Ένωσης δεν έχουν μυαλό. Σίγουρα έχουν αρκετό μυαλό για να διακινήσουν μια ιστορία που είναι αβάσιμη, αλλά μπορεί να προσφέρει εξαιρετικά αποτελέσματα για το ΝΑΤΟ. Άλλωστε, γιατί να αφήσουμε τα γεγονότα να χαλάσουν μια καλή ιστορία;
Η ιδέα ότι θα ήθελε να αναβιώσει την παλιά, αντιδραστική τσαρική αυτοκρατορία είναι ελαφρώς πιο αξιόπιστη, αλλά βασίζεται επίσης στις πιο αδύναμες και ανόητες υποθέσεις. Μια περιστασιακή αναφορά στον Μεγάλο Πέτρο προσφέρεται ως «απόδειξη» γι’ αυτήν τη θεωρία.
Αυτή η παράξενη θεωρία έχει χρησιμοποιηθεί για να προκαλέσει νευρικό κλονισμό, όχι μόνο στις χώρες της Βαλτικής και την Πολωνία, αλλά και στη Φινλανδία και τη Σουηδία. «Η Ουκρανία ήταν απλώς ένα πρώτο βήμα», προειδοποίησε ζοφερά ένας πρώην Σουηδός υπουργός στον Guardian, «δεν θα εκπλαγώ αν, σε λίγα χρόνια, η Εσθονία και η Λετονία είναι οι επόμενες στη σειρά».
Οι ουδέτεροι Σουηδοί και Φινλανδοί δεν έχασαν καθόλου χρόνου κι άμεσως βρέθηκαν στο κρεβάτι με το ΝΑΤΟ. Στ’ αλήθεια δεν αποτέλεσε καμιά έκπληξη. Ο λεγόμενος φιλειρηνισμός της σκανδιναβικής αστικής τάξης ήταν πάντα μια υποκριτική μάσκα, πίσω από την οποία κρυβόταν η πιο κυνική ιδιοτέλεια.
Είναι αλήθεια ότι η Σουηδία παρέμεινε ουδέτερη και στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι η Σουηδία αποκόμισε τεράστια κέρδη από την πώληση πολεμικού υλικού και στις δύο πλευρές και «μάζεψε λίπος» με τα έσοδα από αυτό το χρήμα. Ξύστε έναν Σκανδιναβό φιλειρηνιστή και θα δείτε έναν απογοητευμένο ιμπεριαλιστή όχι πολύ κάτω από την επιφάνεια.
Η ιδέα ότι οι ενέργειες του Βλάντιμιρ Πούτιν υποκινούνται από κάποιο μεγαλεπήβολο σχέδιο για την αποκατάσταση της Τσαρικής Αυτοκρατορίας δεν ανταποκρίνεται στον παραμικρό βαθμό σε όλα όσα γνωρίζουμε γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Επιδιώκει να του αποδώσει ένα επίπεδο παραληρηματικού ιστορικού ρομαντισμού που δύσκολα ταιριάζει με όσα γνωρίζουμε για το ψυχολογικό του προφίλ.
Το προφίλ αυτό δεν είναι καθόλου εκείνο ενός ονειροπόλου με ρομαντικά οράματα είτε για το παρελθόν είτε για το μέλλον, αλλά η ψυχρή, υπομονετική και υπολογιστική νοοτροπία ενός φιλόδοξου επαγγελματία γραφειοκράτη· ενός ανθρώπου που είχε περάσει ολόκληρη την ενήλικη ζωή του ανεβαίνοντας υπομονετικά, σκαλί-σκαλί, την ολισθηρή σκάλα που οδηγεί προς την εξουσία.
Ο Guardian έβγαλε το σωστό συμπέρασμα γι’ αυτές τις ανοησίες όταν έγραψε:
«Αφήνωντας κατά μέρος το γεγονός ότι ο ρωσικός στρατός δυσκολεύεται ήδη να καταφέρει ακόμη και μέτριες επιτυχίες στην Ουκρανία, μια επίθεση στα κράτη της Βαλτικής ή στην Πολωνία θα έφερνε τους Ρώσους σε άμεση σύγκρουση με το ΝΑΤΟ, που είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει η Μόσχα (ή η Δύση)». (The Guardian, 22 Αυγούστου 2022)
Οι διακηρυγμένοι στόχοι της Ρωσίας ήταν αρκετά μετριοπαθείς: βασικά, να αποτρέψει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και να ουδετεροποιήσει το καθεστώς στο Κίεβο. Θα μπορούσε η Δύση να το δεχτεί αυτό; Φυσικά, θα μπορούσε! Εκείνη η ίδια συνεχώς ανέβαλλε την ένταξη της Ουκρανίας, όχι μόνο στο ΝΑΤΟ αλλά, ακόμη και στην ΕΕ.
Για πολλά χρόνια, είχαν αποδεχτεί έναν ουδέτερο ρόλο για τη Φινλανδία. Γιατί η Ουκρανία δεν θα μπορούσε να βρίσκεται σε παρόμοια θέση; Από τη δική της σκοπιά, θα υπήρχαν πολλά πλεονεκτήματα στη διατήρηση φιλικών σχέσεων και με τη Ρωσία και με τη Δύση. Αν δεν το δέχτηκε, θα πρέπει να υπήρχαν λόγοι. Και υπήρχαν πολύ σοβαροί λόγοι.
Μια επιθετική ιμπεριαλιστική συμμαχία
Το ΝΑΤΟ δεν είναι ένας ειρηνόφιλος οργανισμός που στόχος του είναι η υπεράσπιση των δυτικών δημοκρατικών αξιών και μόνο. Είναι, στην πραγματικότητα, μια επιθετική ιμπεριαλιστική συμμαχία που υπάρχει αποκλειστικά ως κάλυμμα για τις φιλοδοξίες του αφεντικού της, των Ηνωμένων Πολιτειών, και του στόχου τους για απόλυτη παγκόσμια κυριαρχία.
Τη δεκαετία του 1980, όταν η κρίση της Σοβιετικής Ένωσης την ανάγκασε να επιδιώξει συμφωνία με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ο τότε Σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αποδέχτηκε την επανένωση της Γερμανίας – επί της οποίας η Σοβιετική Ένωση είχε νόμιμο δικαίωμα βέτο – μόνο επειδή έλαβε διαβεβαιώσεις ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί αφού εκείνος απέσυρε τις δυνάμεις του από την Ανατολική Ευρώπη.
Οι ηγέτες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γερμανίας παρείχαν ρητές δεσμεύσεις ότι οι δικαιολογημένες ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια θα γίνουν σεβαστές ως προς αυτό το σημείο. Ο υπουργός Εξωτερικών του Τζορτζ Χ. Γ. Μπους, Τζέιμς Μπέικερ, διαβεβαίωσε τον Σοβιετικό ομόλογό του, Έντουαρντ Σεβαρντνάτζε, ότι σε μια μετα-ψυχροπολεμική Ευρώπη, το ΝΑΤΟ δεν θα ήταν πλέον εχθρικό – «λιγότερο ένας στρατιωτικός οργανισμός, πολύ περισσότερο πολιτικός, [έτσι που δεν θα] έχει ανάγκη για ανεξάρτητη ικανότητα». Έτσι είπαν τουλάχιστον.
Ο Μπέικερ έδωσε ακόμα στον Σεβαρντνάτζε «χαλύβδινες εγγυήσεις ότι η δικαιοδοσία ή οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ δεν θα κινηθούν προς τα ανατολικά». Την ίδια μέρα, στη Μόσχα, είπε την περίφημη φράση στον Σοβιετικό Γενικό Γραμματέα, ότι η συμμαχία δεν θα επεκτεινόταν «ούτε εκατοστό προς τα ανατολικά».
Είπε ψέματα. Οι υποσχέσεις να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ κράτησαν μόνο μέχρι το 1999, όταν η Πολωνία, η Τσεχία και η Ουγγαρία προσκλήθηκαν στη συμμαχία. Συνολικά, 13 κράτη της Ανατολικής Ευρώπης έχουν γίνει μέλη του ΝΑΤΟ από τότε.
Και αυτός ο φιλειρηνικός υποστηρικτής της δημοκρατίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων των εθνικών κρατών επιδίωξε να πετύχει τους επιθετικούς του στόχους με την πιο μεγάλη επιμονή και αγριότητα. Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ διαθέτει την πιο ισχυρή στρατιωτική μηχανή στον κόσμο. Έκανε χρήση αυτής της δύναμης για να εισβάλει και να συντρίψει όλα τα κράτη που δεν μπορούσε να ελέγξει.
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, οι Αμερικανοί εκμεταλλεύτηκαν το χάος των χρόνων του Γιέλτσιν για να επιβάλουν την κυριαρχία τους σε παγκόσμια κλίμακα. Επενέβησαν σε περιοχές που προηγουμένως κυριαρχούσε η Ρωσία, κάτι που δεν θα τολμούσαν ποτέ να κάνουν κατά τη σοβιετική εποχή.
Πρώτα, επενέβησαν στα Βαλκάνια, επιταχύνοντας σκόπιμα τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Βομβάρδισαν τη Σερβία και παρενέβησαν στις εσωτερικές της υποθέσεις για να εγκαταστήσουν μια φιλοδυτική κυβέρνηση. Ακολούθησαν οι εγκληματικές εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και μια ανεπιτυχής επέμβαση στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, που τους έφερε σε σύγκρουση με τη Ρωσία.
Ταυτόχρονα, συνέχιζαν να επεκτείνουν τον έλεγχό τους στην Ανατολική Ευρώπη, επεκτείνοντας το ΝΑΤΟ με τη συμπερίληψη σε αυτό των πρώην σοβιετικών δορυφόρων όπως η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες. Αυτές ήταν οι πράξεις που ακολούθησαν τις επαναλαμβανόμενες υποσχέσεις της Δύσης πως το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν «ούτε εκατοστό» προς τα ανατολικά.
Αυτό οδήγησε στο να βρεθεί μια εχθρική και επιθετική στρατιωτική συμμαχία στα ίδια τα σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός χρησιμοποιεί πολλές διαφορετικές μεθόδους για να πετύχει το στόχο του για παγκόσμια κυριαρχία.
Το επιχείρημα περί εθνικής κυριαρχίας, το οποίο χρησιμοποιείται τώρα τόσο συχνά για να χαρακτηρίσει τη Ρωσία ως επιτιθέμενη στην περίπτωση της Ουκρανίας, αγνοήθηκε βολικά στις περιπτώσεις της Σερβίας, του Αφγανιστάν και του Ιράκ.
Αυτά υποτίθεται ότι ήταν κυρίαρχα ανεξάρτητα κράτη. Αλλά αυτό δεν έκανε καμία διαφορά στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος παραβίασε ξεδιάντροπα την κυριαρχία τους, και τα βομβάρδισε και τα συνέτριψε χωρίς έλεος.
Η Ρωσία και οι ΗΠΑ
Η Ρωσία είναι κάτι περισσότερο από μια περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη. Τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου, φυσικού αερίου και άλλων πρώτων υλών που διαθέτει· η ισχυρή της βιομηχανική βάση και το στρατιωτικό-βιομηχανικό της σύμπλεγμα· μαζί με τον πολύ ισχυρό στρατό της και την κατοχή πυρηνικού οπλοστασίου, αυτά όλα συνδυάζονται για να της δώσουν μια παγκόσμια εμβέλεια που τη φέρνει σε σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ.
Η Ουάσιγκτον βλέπει τη Ρωσία ως απειλή για τα παγκόσμια συμφέροντά της, ειδικά στην Ευρώπη. Το παλιό μίσος και η καχυποψία για τη Σοβιετική Ένωση δεν εξαφανίστηκαν με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Ο Τζο Μπάιντεν είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της γενιάς των Ρωσοφοβικών που ξέμειναν από τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Η Ουάσιγκτον έχει μια πολύ μεγάλη ποικιλία όπλων στο αντεπαναστατικό της οπλοστάσιο. Χρησιμοποιεί τον τεράστιο πλούτο της για να ανακατεύεται στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών, χρηματοδοτώντας και υποστηρίζοντας ξεδιάντροπα κόμματα της αντιπολίτευσης, νοθεύοντας εκλογές και ανατρέποντας οποιαδήποτε κυβέρνηση δεν της αρέσει.
Οι λεγόμενες «πολύχρωμες επαναστάσεις» από το 2003 και μετά, επέφεραν αυτό που είναι γνωστό ως «αλλαγή καθεστώτος» στα κράτη του πρώην σοβιετικού μπλοκ, περικυκλώνοντας έτσι τη Ρωσία με έναν αυξανόμενο αριθμό κρατών που διοικούνται από κυβερνήσεις ελεγχόμενες από την Ουάσιγκτον και εχθρικές προς τη Ρωσία.
Αλλά με την απόπειρά τους να τραβήξουν τη Γεωργία στην τροχιά του ΝΑΤΟ, πέρασαν μια κόκκινη γραμμή. Η Ρωσία αισθάνθηκε ταπεινωμένη και απειλούμενη, και χρησιμοποίησε στρατιωτική δύναμη για να επαναφέρει τους Γεωργιανούς στην τάξη. Η στρατιωτική ήττα της αντιδραστικής κλίκας στην Τιφλίδα είχε στόχο να δείξει στους Αμερικανούς ότι η Ρωσία βγάζει δόντια και αντιδρά στην πίεση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και του ΝΑΤΟ.
Αυτή ήταν μια προειδοποίηση προς την Αμερική. Όμως εκείνη συνέχισε ακάθεκτη την επιθετική της πολιτική. Και τα πράγματα έφτασαν στο σημείο καμπής όταν προσπάθησαν να τραβήξουν την Ουκρανία στην τροχιά της Δύσης.
«Η πιο κόκκινη απ’ όλες τις κόκκινες γραμμές»
Οι δυτικοί πολιτικοί απορρίπτουν τις ενστάσεις των Ρώσων ως παρανοϊκές. Περιγράφουν το ΝΑΤΟ ως μια καθαρά «αμυντική» συμμαχία.
Ισχυρίζονται ότι η απόφαση της Ρωσίας να πάει σε πόλεμο ήταν μια πράξη «απρόκλητης επιθετικότητας». Δεν ήταν κάτι τέτοιο. Η τοποθέτηση ενός μέλους του ΝΑΤΟ στο κατώφλι της Ρωσίας ήταν μια πολύ σαφής πράξη απρόκλητης επιθετικότητας και μια πρόκληση του πλέον κραυγαλέου και θρασέος είδους. Η Μόσχα δεν θα μπορούσε ποτέ να το δεχτεί. Το γεγονός αυτό καθόλα γνωστό στους Αμερικανούς, οι οποίοι είχαν δεχθεί πολύ έγκαιρα προειδοποιήσεις για το πώς θα απαντούσε η Ρωσία.
Όταν τέθηκε το ενδεχόμενο, σε μια σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ το 2008, να ενταχθεί η Ουκρανία στη συμμαχία ως κανονικό μέλος, ο Μπιλ Μπερνς (τώρα επικεφαλής της CIA, τότε πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα) έγραψε σε ένα μυστικό μήνυμα προς τον Λευκό Οίκο: «Η είσοδος της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι η πιο κόκκινη απ’ όλες τις κόκκινες γραμμές για τη ρωσική ελίτ (όχι μόνο για τον Πούτιν)».
Και πρόσθεσε: «Στα πάνω από δυόμισι χρόνια συνομιλιών μου με Ρώσους παράγοντες – κλειδιά, από τους πιο βαθιά χωμένους στο Κρεμλίνο μέχρι τους πιο σκληρούς φιλελεύθερους επικριτές του Πούτιν, δεν έχω βρει ακόμη κανέναν που να αντιμετωπίζει την Ουκρανία ενταγμένη στο ΝΑΤΟ ως οτιδήποτε άλλο από μια ευθεία πρόκληση για τα συμφέροντα της Ρωσίας… Η σημερινή Ρωσία θα απαντήσει».
Οι Αμερικανοί είχαν στριμώξει τον Πούτιν σε μια γωνία και τον ανάγκασαν να αντιδράσει. Και ο Πούτιν απάντησε. Το 2014 προσάρτησε την Κριμαία. Αυτό συνέβη χωρίς ουσιαστικά καμία αντίσταση. Και αυτό γιατί είχε την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού της, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως Ρώσοι. Αυτό το γεγονός δεν αναφέρεται ποτέ στον δυτικό «ελεύθερο Τύπο».
Οι μανιώδεις αντι-ρωσικές πολιτικές που ακολούθησε η αντιδραστική εθνικιστική κλίκα του Κιέβου προκάλεσαν επίσης μια αυτονομιστική εξέγερση στο Ντονμπάς. Αργότερα, η Ρωσία επενέβη καθώς οι αντάρτες βρίσκονταν αντιμέτωποι με μια άγρια σφαγή από τις ουκρανικές δυνάμεις. Αυτή ήταν η αρχή ενός πολέμου που, στην πραγματικότητα, συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση μέχρι σήμερα.
Η φάρσα του Μινσκ
Ο πόλεμος στο Ντονμπάς, ο οποίος ξεκίνησε το 2014, αγνοήθηκε σχεδόν απόλυτα από τα δυτικά ΜΜΕ. Αλλά ο ρωσόφωνος πληθυσμός αυτής της περιοχής υποβαλλόταν από τότε μέχρι σήμερα σε έναν ανελέητο βομβαρδισμό από το, ανοιχτά φασιστικό, τάγμα Αζόφ.
Ο συνολικός αριθμός των θανάτων στο Ντονμπάς μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2021 υπολογιζόταν ότι ξεπερνά τις 14.000, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών θανάτων εκτός μάχης. Οι περισσότεροι θάνατοι σημειώθηκαν τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου, μεταξύ 2014 και 2015, όταν έλαβαν χώρα μεγάλες μάχες πριν από τις συμφωνίες του Μινσκ. Όλα αυτά αντιμετωπίστηκαν με ένα τείχος σιωπής στη Δύση.
Οι συμφωνίες του Μινσκ υποτίθεται ότι θα διευθετούσαν την κρίση στην Ουκρανία και θα απέτρεπαν την κλιμάκωση της σύγκρουσης. Αλλά αυτό ήταν ένα ακόμη ψέμα. Όπως τόνισε η New York Post, ο Πούτιν ένιωσε προδομένος από τη Δύση: «Αποδείχθηκε ότι κανείς δεν επρόκειτο να εφαρμόσει τις συμφωνίες», παραπονέθηκε. Και ήταν πράγματι έτσι.
Η Δύση δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να υλοποιήσει τις αποφάσεις. Η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, παραδέχτηκε ότι η συμφωνία του Μινσκ ήταν απλώς ένα κυνικό τέχνασμα. «Η συμφωνία του Μινσκ του 2014 ήταν μια προσπάθεια να δοθεί χρόνος στην Ουκρανία», είπε στην εβδομαδιαία Die Zeit. «Χρησιμοποίησε αυτόν το χρόνο για να γίνει πιο δυνατή, όπως μπορείτε να δείτε σήμερα».
Και όμως, αυτές οι ίδιες κυρίες και κύριοι κατηγορούν τη Ρωσία ότι είναι το κύριο εμπόδιο για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην Ουκρανία.
Το επιχείρημα της «υπεράσπισης της δημοκρατίας»
Ο πρόεδρος Μπάιντεν είπε ότι η επίσκεψή του στο Κίεβο θα «επιβεβαιώσει την αταλάντευτη και ακλόνητη δέσμευσή μας στη δημοκρατία, την εθνική κυριαρχία, και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας». Αυτό μας κάνει τρία κραυγαλέα ψέματα μέσα σε μια μόνο πρόταση, ένα όχι κακό αποτέλεσμα, ακόμη και με τα εντυπωσιακά στάνταρ ενός Αμερικανού Προέδρου.
Το επιχείρημα ότι η Δύση «υπερασπίζεται τη δημοκρατία» στην Ουκρανία είναι εξίσου ψευδές και υποκριτικό. Η Ε.Ε. έχει από καιρό αρνηθεί την είσοδο της Ουκρανίας με την αιτιολόγηση ότι υφίσταται αυτό που αποκαλούν «δημοκρατικό έλλειμμα».
Ο Guardian ανέφερε ότι: «Τα θέλγητρα του μοντέλου της Ουκρανίας είναι λιγοστά. Είναι βαθιά διεφθαρμένη, το κράτος δικαίου είναι ανύπαρκτο και οι δισεκατομμυριούχοι ολιγάρχες της κατέχουν δυσανάλογη εξουσία».
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταστέλλονται και διώκονται συστηματικά. Ο Τύπος είναι φιμωμένος μέσω μιας αυστηρής λογοκρισίας. Ακροδεξιές και ανοιχτά φασιστικές οργανώσεις έχουν ενσωματωθεί στον κρατικό μηχανισμό και τις ένοπλες δυνάμεις.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε ήδη αποκλειστεί από τη συμμετοχή στις εκλογές και τα κομμουνιστικά σύμβολα απαγορεύτηκαν μετά το πραξικόπημα «Ευρω-Μαϊντάν» του 2014. Ταυτόχρονα, οποιαδήποτε κριτική στις ουκρανικές εθνικιστικές οργανώσεις που συνεργάστηκαν με τους Ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πραγματοποίησαν εθνοκάθαρση των Εβραίων και των Πολωνών, έχει απαγορευτεί, καθώς οι οργανώσεις αυτές πλέον θεωρούνται «μαχητές της ελευθερίας».
Με την έναρξη του πολέμου πριν από ένα χρόνο, τέθηκαν εκτός νόμου και μια σειρά άλλα κόμματα. Εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν κλείσει. Η λογοκρισία και τα αντιδημοκρατικά μέτρα επηρεάζουν όχι μόνο εκείνους που αντιτίθενται στο επίσημο δόγμα του αντιδραστικού ουκρανικού εθνικισμού, αλλά και τους αστούς εθνικιστές αντιπάλους του Ζελένσκι.
Στην πραγματικότητα, ζητήματα όπως η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η εθνική κυριαρχία, δεν ενδιαφέρουν στο παραμικρό τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές, παρά μόνο ως προσχήματα για φθηνή προπαγάνδα. Ήταν πάντα διατεθιμένοι να υποστηρίξουν τα πιο αιματηρά και καταπιεστικά καθεστώτα, από τη φονική δικτατορία του Πινοσέτ στη Χιλή μέχρι το αιματοβαμμένο καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας.
Ο λόγος που ενδιαφέρονται να παρατείνουν τον πόλεμο, παρόλα τα βάσανα των ανθρώπων, δεν έχει να κάνει με την υπεράσπιση της δημοκρατίας ή με οποιονδήποτε άλλο βαρύγδουπο ηθικό σκοπό. Ανταποκρίνεται στον κυνικό στόχο τους για αποδυνάμωση της Ρωσίας, και έτσι εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους ως κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη.
«Πολιτική με άλλα μέσα»
Ο Κλάουζεβιτς είπε ότι ο πόλεμος είναι μόνο η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Προκειμένου να έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα για τα βασικά ζητήματα και το πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν, είναι ααναγκαίο να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στις θεμελιώδεις διαδικασίες και να μην αποσπάται η προσοχή μας από τον θορυβώδη πόλεμο της πληροφορίας ή τις αναπόφευκτες αντιξοότητες στο πεδίο της μάχης.
Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ότι πρόκειται για έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων μεταξύ της Ρωσίας και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Η Ρωσία δεν πολεμά έναν ουκρανικό αλλά έναν νατοϊκό στρατό – δηλαδή, τον στρατό ενός κράτους που δεν είναι επίσημα μέλος της συμμαχίας, αλλά ωστόσο χρηματοδοτείται, οπλίζεται, εκπαιδεύεται και εξοπλίζεται από το ΝΑΤΟ, το οποίο του παρέχει επίσης υλικοτεχνική υποστήριξη, τεχνογνωσία και ζωτικής σημασίας πληροφορίες.
Ο πόλεμος αυτός θα τελειώσει όταν ικανοποιηθούν οι πολιτικοί στόχοι των βασικών εμπλεκόμενων παραγόντων ή όταν η μία ή και οι δύο πλευρές εξαντληθούν και χάσουν τη θέληση να συνεχίσουν να πολεμούν. Ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι; Οι πολεμικοί στόχοι του Ζελένσκι δεν είναι μυστικοί. Δεν θα συμβιβαστεί με κάτι λιγότερο, λέει, από την πλήρη απομάκρυνση του ρωσικού στρατού από όλα τα ουκρανικά εδάφη – συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας.
Αυτή η άποψη έχει υποστηριχθεί με ενθουσιασμό από τα πλέον φιλοπόλεμα γεράκια του δυτικού συνασπισμού: τους Πολωνούς, τους Σουηδούς και τους ηγέτες των κρατών της Βαλτικής – που έχουν στο μυαλό τους τα δικά τους συμφέροντα – και, φυσικά, τους κουφιοκέφαλους σωβινιστές και πολεμοκάπηλους του Λονδίνου, που φαντάζονται ότι η Βρετανία, ακόμη και στην παρούσα κατάσταση οικονομικής, πολιτικής και ηθικής χρεοκοπίας, εξακολουθεί να είναι μια μεγάλη παγκόσμια δύναμη.
Αυτοί οι κύριοι και κυρίες ωθούν τους Ουκρανούς να συνεχίσουν να αγωνίζονται μέχρι την «τελική νίκη». Η πιο διακαής επιθυμία τους είναι να δουν τον ουκρανικό στρατό να απωθεί τους Ρώσους, όχι μόνο από το Ντονμπάς αλλά και από την Κριμαία, προκαλώντας (ελπίζουν) την ανατροπή του Πούτιν, και την ολοκληρωτική ήττα και τον πλήρη διαμελισμό της Ρωσικής Ομοσπονδίας (αν και δεν το λένε αυτό συχνά δημόσια).
Κάνουν πολύ θόρυβο, αλλά κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν δίνει την παραμικρή σημασία στις αστειότητες των πολιτικών στο Λονδίνο, τη Βαρσοβία και το Βίλνιους. Ως ηγέτες δευτεροκλασάτων κρατών που δεν έχουν πραγματικό βάρος στη ζυγαριά της διεθνούς πολιτικής, παραμένουν ηθοποιοί δεύτερης κατηγορίας που δεν μπορούν ποτέ να παίξουν κάτι περισσότερο από έναν μικρό ρόλο σε αυτό το μεγάλο δράμα.
Οι ΗΠΑ είναι εκείνες που πληρώνουν τους λογαριασμούς και υπαγορεύουν ό,τι συμβαίνει. Και τουλάχιστον οι πιο νηφάλιοι στρατηγοί του αμερικανικού ιμπεριαλισμού ξέρουν ότι όλο αυτό το ντελίριο είναι αέρας κοπανιστός. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα μικρότερα ιμπεριαλιστικά κράτη μπορούν να παίξουν έναν συγκεκριμένο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων, αλλά σε τελική ανάλυση η Ουάσιγκτον είναι εκείνη που αποφασίζει. Όμως οι πολιτικές της έχουν βρεθεί μπροστά σε σοβαρά προβλήματα.
Οι κυρώσεις απέτυχαν
Ο Μαρκ Τουέιν είχε πει κάποτε: «Οι αναφορές για τον θάνατό μου είναι πολύ υπερβολικές». Το ίδιο ισχύει για τις πολυάριθμες αναφορές στον δυτικό «ελεύθερο Τύπο» περί της υποτιθέμενης κατάρρευσης της ρωσικής οικονομίας.
Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία υπήρξαν μια θεαματική αποτυχία. Μάλιστα, η αξία των ρωσικών εξαγωγών στην πραγματικότητα αυξήθηκε από την έναρξη του πολέμου κι έπειτα. Αν και ο όγκος των εισαγωγών της Ρωσίας μειώθηκε αποφασιστικά ως αποτέλεσμα των κυρώσεων, ορισμένες χώρες (η Κίνα, η Ινδία, η Τουρκία, αλλά και ορισμένες που ανήκουν στην Ε.Ε., όπως το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ολλανδία) έχουν αυξήσει το εμπόριο τους με τη Ρωσία.
Επιπλέον, οι υψηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αντιστάθμισαν τα έσοδα που έχασε η Ρωσία λόγω των κυρώσεων. Η Ινδία και η Κίνα αγοράζουν πολύ περισσότερο από το αργό της, αν και με μειωμένη τιμή. Έτσι, τα χαμένα έσοδα από τις κυρώσεις έχουν αντισταθμιστεί από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στις παγκόσμιες αγορές.
Ο Βλάντιμιρ Πούτιν συνεχίζει να χρηματοδοτεί τους στρατούς του με αυτά τα έσοδα, τη στιγμή που η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με την προοπτική της ενεργειακής αστάθειας για τα επόμενα χρόνια, με διογκούμενους λογαριασμούς ενέργειας, και με αυξανόμενη δημόσια οργή.